Πολλές φορές η μνήμη κακοποιείται. Μια μορφή κακοποίησης είναι κι η υποβάθμισή της.
Κι αν υπάρχει άγνοια, έλλειψη παιδείας και ήθους, μήπως τώρα είναι η στιγμή της ανατροπής αυτού του δεδομένου;
Η
αποδοχή ενός γεγονότος είναι ενδυνάμωση.
Η περιγραφή του, επώδυνη μα
λυτρωτική ανακούφιση.
Σε πείσμα αυτών που μας θέλουν ανιστόριτους, ας
πούμε ναι στην ιστορία, ναι στη μνήμη, ναι στους δεσμούς μας.
(Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από το πρόσφατο βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου με τίτλο 8 ώρες και 35 λεπτά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.)
"Τελευταία πτήση για την Delta Airline. Η διαδρομή Νέα Υόρκη-Αθήνα καταργείται. Ασύμφορος προορισμός η Ελλάδα;
«Προσδεθείτε». Σε λίγα λεπτά, τα φώτα θα χαμηλώσουν για την απογείωση.
Κι
όμως, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακατάλληλη η στιγμή για να βρω το
οτιδήποτε σε αυτή τη χώρα. Ή μήπως όχι; Μήπως τώρα που η χώρα ενδίδει
στο αδιανόητο και όλα μοιάζουν να καταρρέουν, τώρα είναι η στιγμή;"
Κι ακολουθεί η περιγραφή ενός "συνωστισμού"...:
«Πέντε χρόνων ήταν κι εγώ επτά, την κρατούσα από το χέρι, Σεπτέμβρης του ’22, αλαφιασμένες τρέχαμε στην προκυμαία της Σμύρνης, μέσα σε μια στιγμή έπρεπε να φύγουμε, να εγκαταλείψουμε το πρόσωπό μας, μέσα σε μια στιγμή είχε πάψει να υπάρχει το δικό μας, σφιχτά, όσο πιο πολύ γινόταν, την κρατούσα από το χέρι μη μου φύγει, η μικρούλα μου η αδερφή, όλα χάνονταν τότε, τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο από το να χαθείς, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, τις κραυγές μόνο, τα κλάματα των γυναικών που χάνανε τα παιδιά τους, μωρά που τσίριζαν γιατί τα άφησαν οι μανάδες για να σωθούν οι ίδιες, σκοτεινά ένστικτα σε μεταμορφώνουν εκείνες τις στιγμές, είδα μια μάνα ν’αφήνει τον γιο της από την αγκαλιά της χάμω, για να είναι ανάλαφρη και να σωθεί, και μια άλλη να κόβει το δάχτυλό της, για να είναι όμοια με το τραυματισμένο παιδί της που έσκουζε σαν να το σφάζουνε χίλια σπαθιά,
κι ούρλιαζε κι εκείνη μ’ ένα ίδιο σαν του παιδιού της παιδικό
ουρλιαχτό, λένε δεν μπορείς να πεθάνεις το θάνατο του άλλου, όμως εγώ
είδα μάνες να πεθαίνουν το θάνατο του παιδιού τους, είδα τους
Τούρκους, τα ποδοβολητά αλόγων, σκόνη, σκυλιά που αλυχτούσαν μανιασμένα,
μια βουή, άψυχα κορμιά πεταμένα σαν
τίποτα, κόσμος να τρέχει σαν ποτάμι στη θάλασσα, μας παρέσυρε σαν
ορμητικό ρεύμα το πλήθος, από το Ταλάς, αυτό μόνο ήξερα, ένα όνομα, το
Ταλάς, και τις
σπηλιές, “Νεραϊδοσπηλιές” τις λέγανε, λαξευμένες μέσα στα βράχια
πυραμίδες, στο Γκόρεμε κοντά, εκεί παίζαμε, η αδερφή μου, που είχε φωνή
αγγέλου, κι εγώ, αυτό θυμάμαι, πεταλούδες, ούτι, ένα λόφο με πορτοκαλιές, και μια μάνα, έναν πατέρα, συγγενείς δίπλα μας, ζωντανά, άλογα, σκύλοι, γαϊδούρια, να τρέχουμε, στη θάλασσα, μας σπρώξανε σε μια βάρκα, χάθηκαν όλοι, τη μάνα μου, την Αμαλία, δεν την είδα ξανά,
ούτε κανέναν άλλο, η φωνή της, όταν ξένα χέρια την άρπαξαν, “το
Φροσάκι, μάτια μου, σαν τα μάτια σου” κι έπειτα τα μάτια μου
σκοτείνιασαν, κάποιος μάς έσπρωξε σε μια βάρκα, έκλεισα τα μάτια μου,
όμως την κράταγα γερά, δεν θα την άφηνα με τίποτα.
Μακάρι
να μου χάριζαν τον ουρανό κι όλη τη γη δεν θα την άφηνα. Με τη κορδέλα
που έβγαλα από τις κοτσίδες μου έδεσα σφιχτά το χέρι της στο χέρι μου.
Φροσάκι μου, τώρα οι δυο μας, τέρμα οι Νεραϊδοσπηλιές, τα χατίρια, τα τζιέρια, τα χατιέ, τα τζάνουμ.
Τέρμα η φωνή σου, που όλους τους μάγευε, το Φροσάκι έχει φωνή Θεού, μια σταλιά πλάσμα να καμαρώνεις,
κι όποιος έπιανε ούτι στα χέρια του κι άγγιζε τις χορδές του, ξεκίναγες
το τραγούδι: “Τι σε μέλλει εσένανε / από πού είμαι εγώ / απ ’ το
Καραντάσι, φως μου
/ ή απ ’ το Κορδελιό...’’
Aπό την ετοιμόρροπη βάρκα σε ένα στέρεο πλοίο
κι από κει από λιμάνι σε λιμάνι ώσπου φτάσαμε σ’ ένα ξένο λιμάνι, τον
Πειραιά.
Δεν
είπαμε μια λέξη, με πεισματικά κλειστό το στόμα, λες και κάποιος θα μας
τάιζε με το ζόρι ένα ανυπόφορο φαγητό, μιλιά δεν βγάλαμε, μόνο
κρατιόμασταν σφιχτά από το χέρι, πόσες μέρες δεν ξέρω...
Κι έπειτα
βρεθήκαμε εκεί. Στο νέο τόπο.
“Σαν πατρίδα θα είναι εδώ”, μας είπαν. Το
“σαν’’ έκανε όλη τη διαφορά.
Όμως μεγαλώσαμε, πήγαμε σχολείο, στη
Νέα Ιωνία, στους Ποδαράδες. Φτιάξαμε μια μικρή ζωή. Μας βοήθησε ένας
αδερφός της μαμάς. Αυτό ήταν.
Δεν
μιλούσαμε ποτέ για τα άλλα μέρη, ούτε για αυτούς που χάθηκαν. Σφιχτά
την κρατούσα από το χέρι, ίσαμε μεγάλο κορίτσι που έγινε."
Ο καθένας κουβαλά τις μνήμες του, τα τραύματα του, τα παράσημα του, το δράμα του, την ιστορία του. Κι ίσως το κλειδί της ψυχικής μας γαλήνης και προόδου συνοψίζεται σε μια φράση: "Να μη φοβάμαι να ξεχνώ, να μη φοβάμαι να θυμάμαι."
Ε.Βραχάλη